- αμολητός
- -ή, -όεπίρρ. -ά λυτός, ελεύθερος: Τον άφησαν αμολητό κι ύστερα παραπονιούνται για όσα κάνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμολητός — ή, ό [αμολάω] ο αμολημένος … Dictionary of Greek
άνετος — η, ο (Α ἄνετος, ον) [ανίημι] αναπαυτικός, ξεκούραστος, βολικός, εύκολος νεοελλ. 1. (για ρούχα) όχι στενός, χαλαρός, ελαφρύς 2. απερίσπαστος, ο χωρίς έγνοιες ή εμπόδια αρχ. 1. (για ζώα) αμολητός, ελεύθερος 2. ακόλαστος, ασύδοτος 3. (για μέλη του… … Dictionary of Greek
αμολάω — και αμολάρω 1. απαλλάσσω κάποιον ή κάτι από τα δεσμά ή τον περιορισμό του, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω 2. αφήνω ελεύθερο κάτι που κρατώ 3. αφήνω κάτι να ξετυλιχθεί ή να ανυψωθεί 4. ξαμολάω, χαλαρώνω 5. αφήνω κάποιον ελεύθερο στις ενέργειές του,… … Dictionary of Greek